ἑτερόσφυκτος

ἑτερόσφυκτος
ἑτερόσφυκτος
having one wrist-pulse different from the other
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ετερόσφυκτος — ἑτερόσφυκτος, ον (Α) ιατρ. αυτός που έχει διαφορετικό, μεταβαλλόμενο κάθε φορά σφυγμό, αυτός που έχει άνισες σφύξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + σφυκτος (< σφύζω), πρβλ. εύ σφυκτος, πολύ σφυκτος] …   Dictionary of Greek

  • ετεροσφυξία — ἑτεροσφυξία, ἡ (Α) [ετερόσφυκτος] ιατρ. η κατάσταση τού ετεροσφύκτου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”